- ἀντίπτωσις
- ἀντί-πτωσις, εως, ἡ,A opposition, resistance, Hp.Decent.3 (pl.).II Gramm., interchange of cases, Priscian. Inst.17.155, Sch.Ar.V.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντίπτωσις — ἀντίπτωσις, η (Α) 1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως 2. η αντίσταση … Dictionary of Greek
ἀντίπτωσις — opposition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσει — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπτώσεϊ , ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (epic) ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσεις — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίπτωσις opposition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσιας — ἀντίπτωσις opposition fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπτωσιν — ἀντίπτωσις opposition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσεως — ἀντιπτώσεω̆ς , ἀντίπτωσις opposition fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)